προκρίτου

προκρίτου
πρόκριτος
chosen before others
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καλαφάτης — I Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ E’ (1041 42). Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος. Καταγόταν από τα Ψαρά και ήταν γιος πρόκριτου του νησιού. Πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Άρτης, Χρήστος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Άρτα και ζούσε στο Μεσολόγγι. Παντρεύτηκε την κόρη του προκρίτου Αναστάσιου Καψάλη. Διορίστηκε γενικός φροντιστής του φρουρίου και πολέμησε σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου, αλλά από τις κακουχίες… …   Dictionary of Greek

  • Νενέκος, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από τα Ζουμπάτα Αχαΐας. Αρχικά ήταν οπλαρχηγός του πρόκριτου της Πάτρας Βενιζέλου Ρούφου, αφού προηγουμένως είχε δολοφονήσει τους αντίζηλους του οπλαρχηγούς Σπανοκυριάκο και Σαγιά. Πήρε μέρος και διακρίθηκε στις πολιορκίες της… …   Dictionary of Greek

  • Παπαλουκάς, Αναστάσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Ήταν γιος του Ασημάκη Ζορμπά ή Παπαλουκά, πρόκριτου του Μεσολογγίου. Στην πρώτη πολιορκία της πόλης ήταν αρχηγός του πυροβολικού. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1825 έγινε αντιστράτηγος και τοποθετήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1815 – Αθήνα 1891). Έλληνας κορυφαίος ιστορικός συγγραφέας. Γιος του τραπεζίτη Δημητρίου Π., Πελοποννήσιου –από τη Βυτίνα– και πρόκριτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, ο Π. είχε πολύ μικρός την πικρή εμπειρία να …   Dictionary of Greek

  • Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”